- ὑποσάρκιος
- ὑποσάρκ-ιος, ον, v.l. for foreg. in Dsc. l.c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσάρκιος — ον, Α ὑποσαρκίδίος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σάρξ, σαρκός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek